- ευξυλοεργός
- εὐξυλοεργός, -όν (Α)ο επιτήδειος στην κατεργασία τού ξύλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξυλο-εργός (< ξύλον + -εργός < έργον), πρβλ. αγαθο-εργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐξυλοεργούς — εὐξυλοεργός skilled in carpentry masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek